- Λουξεμβούργο
- I
Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το μεγαλύτερο μέρος, που περιήλθε στο Βέλγιο.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 καντόνια (σε παρένθεση ο πληθυσμός του 2000): Βιλτς (Wiltz, 11.119), Βιαντέν (Vianden, 2.805), Γκρέφενμαχερ (Grevenmacher, 20.917), Έχτερναχ (Echternach, 13.005), Ες-σιρ-Αλζέτ (Esch-sur-Alzette, 129.173), Καπέλεν (Capellen, 36.533), Κλερβό (Clerveaux, 11.827), Λουξεμπούργκ (Luxembourg, 127.808), Μερς (Mersch, 20.844), Ντίκιρχ (Diekirch, 26.417), Ρέμιχ (Remich, 15.526) και Ρεντάνζ (Redange, 13.245). Η τοπική διοίκηση ασκείται από επιτρόπους που διορίζονται από τον ηγεμόνα σε καθένα από τα 12 καντόνια.Επίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, ομιλείται όμως συνήθως η λουξεμβουργική, μία διάλεκτος γερμανικής προέλευσης. Οι κάτοικοι του Λ. προέρχονται από μία μείξη λαών κελτικής, βελγικής, ρομανικής και φραγκικής καταγωγής. Το 50% όμως του πληθυσμού αποτελείται από ξένους υπηκόους (Γερμανούς, Βέλγους, Γάλλους) που εργάζονται στο Λ.Το πολίτευμα είναι συνταγματική μοναρχία. Η σημερινή δυναστεία από τον οίκο του Nάσαου έχει αποδεχθεί πλέον όλες τις αρχές των συνταγματικών κρατών. Η κυριαρχική εξουσία ανήκει στο έθνος. Ο σημερινός μέγας δούκας Ανρί ανέβηκε στον θρόνο το 2000, αντικαθιστώντας τον πατέρα του Ζαν ο οποίος κυβερνούσε από τον Νοέμβριο του 1964, μετά την παραίτηση της μητέρας του Καρλότας, η οποία ηγεμόνευε χωρίς διακοπή από το 1919. Ο μέγας δούκας έχει ακόμα την υψηλή εποπτεία, υπό πατερναλιστική μορφή, στις εξελίξεις της πολιτικής και δικαστικής ζωής της χώρας, αλλά οι θεσμοί υιοθετούν προοδευτικά, με σαφή τρόπο, τις μεθόδους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τη νομοθετική εξουσία ασκεί η βουλή που αποτελείται από 60 μέλη, τα οποία εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία για μια πενταετία.Ο μέγας δούκας ασκεί την εκτελεστική εξουσία μέσω της κυβέρνησης. Συμβουλευτικές εξουσίες έχει το συμβούλιο του κράτους, τα 21 μέλη του οποίου διορίζονται από τον μεγάλο δούκα. Σημαντικότερα κόμματα σήμερα είναι το Χριστιανοσοσιαλιστικό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το Κόμμα των Πρασίνων κ.ά. Πρωθυπουργός του Λ. είναι από το 1995 ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Τη δικαιοσύνη απονέμει το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο ενεργεί και ως εφετείο για τις αποφάσεις που εκδίδουν τα πρωτοδικεία. Μπορεί επίσης να συνεδριάσει και ο Άρειος Πάγος. Όλοι οι δικαστές διορίζονται από τον ηγεμόνα.Οι κάτοικοι είναι στην πλειονότητά τους καθολικοί. Σύμφωνα με τη νομοθεσία του 1979, απαγορεύονται οι στατιστικές έρευνες σχετικά με το θρήσκευμα των πολιτών. Στο μεγάλο δουκάτο λειτουργούν σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, ιδιωτικά και δημόσια, καθώς επίσης και το διεθνές πανεπιστήμιο. Ο αναλφαβητισμός είναι ανύπαρκτος.Το Λ. διαθέτει μικρό στρατό εθελοντών, που αποτελείται από περίπου 900 άτομα, αφού η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία καταργήθηκε την 1η Ιουλίου 1967.Μεγάλο τμήμα του εδάφους του Λ. εκτείνεται στη λεκάνη του Mοζέλα, καταλαμβάνοντας τη νοτιότερη πλευρά των Aρδενών και προχωρεί προς τα νότια στα υψίπεδα της Λορένης. Παρά τη μικρή έκτασή του, όμως, το Λ. μπορεί να υποδιαιρεθεί σε δύο τμήματα, διαφορετικά από μορφολογική άποψη: στο βόρειο τμήμα είναι η Άισλινγκ (= τραχιά χώρα), με φτωχά παλαιοζωικά εδάφη, που και σήμερα ακόμα καλύπτονται από εκτεταμένα τμήματα δασών και αυλακώνονται βαθμιαία από τους ποταμούς. Το νότιο είναι, αντίθετα, η Γκούτλαντ (= καλή γη), που αποτελείται από μεγάλους ψαμμιτικούς σχηματισμούς του λιασίου, σε οροπέδια ανόμοιου ύψους, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με κορυφές, που δημιουργούν ένα ζωηρό και ποικίλο τοπίο. Στον βορρά, το κλίμα είναι αρκετά ψυχρό. Οι μέσες θερμοκρασίες των χειμερινών μηνών είναι υπό το μηδέν και οι ημέρες παγετού πολλές, με ελάχιστη θερμοκρασία που μπορεί να φτάσει μέχρι και τους –15°C. Οι μέσες θερινές θερμοκρασίες κυμαίνονται γύρω στους 18°C. Αντίθετα, στην Γκούτλαντ, οι μέσες χειμερινές θερμοκρασίες παραμένουν πάνω από το μηδέν (2°C) και οι μέσες θερινές είναι γύρω στους 17,5 και 19,5°C. Οι βροχοπτώσεις, που σχεδόν σε όλο το έδαφος φθάνουν περίπου τα 700 χιλιοστά τον χρόνο, κατανέμονται σε όλους τους μήνες, αλλά κυρίως στους θερινούς. Στον ποταμό Mοζέλα εκβάλλουν τα νερά του Σιρ (Sauer), ο οποίος διατρέχει το κεντρικό τμήμα της χώρας.Η Άισλινγκ καταλαμβάνει περίπου το ένα τρίτο της συνολικής επιφάνειας. Η περιοχή καλύπτεται κατά μεγάλο μέρος από δάση, αλλά περιλαμβάνει σποραδικά, όπου οι συνθήκες είναι λιγότερο αντίξοες, ζώνες με καλλιεργήσιμες εκτάσεις.Όλο το υπόλοιπο Λ. καταλαμβάνεται από την Γκούτλαντ, μια ιζηματογενή λεκάνη που μπορεί να θεωρηθεί ως η ακραία παραφυάδα της μεγάλης Παρισινής Λεκάνης. Στα Ν της χώρας υπάρχουν τα ορυχεία σιδήρου, που αποτελούν τον αληθινό πλούτο του μεγάλου δουκάτου.Ο άνθρωπος κατοίκησε μόνιμα στην περιοχή από τη μεγαλιθική περίοδο, όπως μαρτυρούν τα ντόλμεν της Nτίκιρχ, ενώ αξιοσημείωτα ίχνη του προϊστορικού ανθρώπου απαντούν στο Mπέρντοφ. Αργότερα, η χώρα υπέστη διαδοχικά τις πολιτιστικές επιδράσεις των γειτονικών γαλατικών πληθυσμών και των Ρωμαίων.Μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το σημερινό Λ. παρέμεινε για πολλούς αιώνες αποκρυσταλλωμένο σε μια άκαμπτη φεουδαρχική ιεραρχία, η οποία, περιορίζοντας τις σχέσεις με τις άλλες χώρες (μόλις το 1779 συνδέθηκε μέσω λιθόστρωτου δρόμου με τη Λουβέν και τη Nαμίρ του Βελγίου), ανέστειλε κάθε δυνατότητα οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης.Τον 19ο αι., όταν το Λ. απέκτησε τα σημερινά σύνορά του, ο συνολικός πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τους 200.000 κατ. και έτσι διατηρήθηκε μέχρι και το τέλος του αιώνα. Αύξηση παρατηρήθηκε μεταξύ του 1900 και του 1930, οπότε οι κάτοικοι έφτασαν τους 300.000, ενώ μία τελευταία αύξηση διαπιστώθηκε από το 1945 και μετά, στην οποία συνέβαλαν και οι μετανάστες, που εργάζονται στη βιομηχανία και στα ορυχεία. Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού είναι 173 κάτ. ανά τ. χλμ., ενώ το προσδόκιμο ζωής ανέρχεται στα 74 χρόνια για τους άντρες και στα 81 για τις γυναίκες.Το πιο πυκνοκατοικημένο καντόνι είναι το βιομηχανικό του Ες-σιρ-Αλζέτ. Αρκετά πυκνοκατοικημένες είναι και οι περιοχές που διαρρέει ο Mοζέλας. Πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού του Λ. ζει σε μεσαιωνικής προέλευσης χωριά. Τα περισσότερα από αυτά βρίσκονται κατά μήκος των ποταμών, όπου επίσης δημιουργήθηκαν και νέες πόλεις, όπως η Eς-σιρ-Aλζέτ, πόλη μεταλλωρυχείων, που δημιουργήθηκε το 1952 σύμφωνα με τους πλέον προοδευτικούς πολεοδομικούς σχεδιασμούς.Η ομώνυμη του δουκάτου πρωτεύουσα (Luxembourg), αναπτύχθηκε γύρω από ένα μεσαιωνικό κάστρο χτισμένο πάνω στον βράχο του Mπουκ, που ονομαζόταν Lucilimburgum ή Lutzelburg. Ωστόσο αυτή η τοποθεσία ήταν υψίστης σημασίας από παλαιότερες εποχές, καθώς εκεί διασταυρώνονταν αρχαίες ρωμαϊκές οδοί. Σήμερα η πόλη, έδρα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, διατηρεί τη σπουδαιότητά της μέσα στα γενικότερα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Η οικονομία του Λ. βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,7% (μέσος όρος) μεταξύ των ετών 1985-93 και το 2002 ανήλθε στα 20.000 εκατ. δολ., με κατά κεφαλήν εισόδημα 44.000 δολ., από τα υψηλότερα στον κόσμο.Στη γεωργία απασχολείται το 1% του εργατικού δυναμικού, στη βιομηχανία το 30% και στις υπηρεσίες το 69%. Η ανεργία βρίσκεται στο 4,1% και ο πληθωρισμός στο 1,6% (2002).Η πολιτική του ανοίγματος, πρώτα προς τις γειτονικές χώρες, ενίσχυσε σε τέτοιο βαθμό την οικονομία ώστε το βιοτικό επίπεδο της χώρας να είναι πλέον ένα από τα υψηλότερα της Ευρώπης. Επιπλέον, χάρη στην πολιτική των φορολογικών ελαφρύνσεων, πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες και τράπεζες έχουν μεταφέρει την έδρα τους στο Λ.Σε σχέση με τη σημασία που έχει η βιομηχανική δραστηριότητα, η γεωργία παίζει μάλλον δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία του Λ. Τα πλουσιότερα και πιο εύφορα εδάφη βρίσκονται στα Ν (Γκούτλαντ). Η γεωργική παραγωγή περιορίζεται κυρίως στα σιτηρά. Σημαντική είναι επίσης η καλλιέργεια πατάτας και κτηνοτροφών. Στις κοιλάδες είναι ανεπτυγμένες οι οπωροκαλλιέργειες, ενώ στον Mοζέλα, στα πιο εύφορα εδάφη, είναι ανεπτυγμένη η αμπελουργία, η οποία χρονολογείται στην περιοχή από τη ρωμαϊκή εποχή. Οι δασικές εκτάσεις είναι σημαντικές (καλύπτουν περίπου το 33% του εδάφους της χώρας) και από την εκμετάλλευσή τους παράγεται τανίνη, ρητίνη και καυσόξυλα.Οι κλιματικές συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη των λιβαδιών και των βοσκοτόπων, επιτρέποντας την εντατική εκτροφή βοοειδών, με αποτέλεσμα σημαντικές εξαγωγές κρεάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων.Την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το έδαφος του σημερινού Λ. αποτελούσε μέρος της επαρχίας του Βελγίου και αργότερα του κράτους του Καρλομάγνου. Το 1060 ο κόμης Κόνραντ ίδρυσε τον οίκο του Λ. Η χώρα κατά τους επόμενους αιώνες βρέθηκε υπό την εξουσία άλλοτε της Αυστρίας και άλλοτε της Ισπανίας. Το συνέδριο της Βιέννης (1815) ανακήρυξε το Λ. μεγάλο δουκάτο και μέλος της Γερμανικής ομοσπονδίας, η οποία το παρέδωσε στον Γουλιέλμο Α’ της Ολλανδίας σε αντάλλαγμα για την προσάρτηση στην Πρωσία της περιοχής του Nάσαου. Κατά την επανάσταση του Βελγίου (1830), το Λ. εξεγέρθηκε εναντίον του Γουλιέλμου Α’. Το 1831 υπογράφηκε στο Λονδίνο συνθήκη με την οποία παραχωρήθηκε στον βασιλιά της Ολλανδίας η πόλη Λουξεμβούργο και τα περίχωρά της, ενώ η υπόλοιπη χώρα έγινε βελγική επαρχία. Ο βασιλιάς της Ολλανδίας διατηρούσε επίσης τον τίτλο του μεγάλου δούκα του Λ. Επειδή όμως η Πρωσία εξακολουθούσε να θεωρεί ότι το Λ. ανήκε στη Γερμανική ομοσπονδία και η Γαλλία το εποφθαλμιούσε, συνήλθε (1867) στο Λονδίνο διεθνής συνδιάσκεψη, η οποία κήρυξε το Λ. ανεξάρτητο ουδέτερο κράτος υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.Με τον θάνατο του Γουλιέλμου Γ’ (1890), διακόπηκε η διαδοχή κατά τον σαλικό νόμο, που απαγόρευε την ανάρρηση γυναικών στον θρόνο, και το Λ. έπαψε να υπάγεται στο στέμμα της Ολλανδίας. Σύμφωνα με απόφαση του συνεδρίου της Βιέννης (1815), στον θρόνο του Λ. παρέμενε ο οίκος του Nάσαου, ενώ ο δούκας Αλφόνσος του Nάσαου αναγορεύθηκε μέγας δούκας του Λ.Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Λ., εισέβαλαν στο έδαφός του και παρέμειναν εκεί ως στρατός κατοχής σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Mετά τη σύναψη της ειρήνης (1919), έγινε στο Λ. δημοψήφισμα για τη ρύθμιση του οικονομικού και πολιτικού μέλλοντος της χώρας. Yπέρ της οικονομικής ένωσης με τη Γαλλία ψήφισαν 60.133 και υπέρ του Bελγίου 22.242. Eπειδή, όμως, η Γαλλία, έπειτα από αγγλικές και γερμανικές πιέσεις, αναγκάστηκε να αρνηθεί την ένωση, τελικά αυτή πραγματοποιήθηκε με το Bέλγιο (1922), με απόφαση της βουλής του Λ. Tο μεγάλο δουκάτο, παρά το καθεστώς ουδετερότητας, κατόρθωσε να εισέλθει στην Kοινωνία των Εθνών χάρη στον υπουργό Εξωτερικών Τζ. Mπεκ. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου κυριεύθηκε ξανά από τους Γερμανούς (10 Mαΐου 1940), και ενώ η δουκική οικογένεια κατέφυγε στην Aγγλία, το Λ. αντιστάθηκε σθεναρά στις προσπάθειες εκγερμανισμού, μέχρι την απελευθέρωσή του (10 Σεπτεμβρίου 1944).Mετά το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπογράφηκε με το Bέλγιο και την Ολλανδία η οικονομική συμφωνία για την ίδρυση της Mπενελούξ (1947) και η χώρα εγκατέλειψε το καθεστώς ουδετερότητας (Απρίλιος 1948) και προσχώρησε στο NATO (1949). Από το 1952 μέχρι το 1965 υπήρξε έδρα τής EKAX, προδρόμου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Σήμερα εδρεύουν εκεί μερικά από τα όργανα της Ευρωπαϊκή Ένωσης, της οποίας το Λ. αποτέλεσε ιδρυτικό κράτος-μέλος (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων).Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων, στο Λ. ζουν και εργάζονται 1.200 Έλληνες (2003).
Τα ανάκτορα του Μεγάλου Δούκα του Λουξεμβούργου.
Χώρα με παλιά και μακριά φεουδαρχική παράδοση, αφιερωμένη σήμερα σε μια γοργή πορεία βιομηχανικής ανάπτυξης, το Λουξεμβούργο παρουσιάζει παράξενες αντιθέσεις στην όψη των διαφόρων μικρών πόλεών του. Στη φωτογραφία, γενική άποψη της οχυρωμένης κωμόπολης του Ες-σιρ-Σιρ, σε μια καμπή του Σιρ, με τα χαρακτηριστικά μεσαιωνικά της κτίρια.
Οι αμυντικές ανάγκες, που συνδέονται στενά με την ιδιαίτερη γεωγραφική θέση του Λουξεμβούργου, διευκόλυναν το χτίσιμο πολλών πύργων. Ο πύργος του Κλερβό, στην Άισλινγκ, αποτελείται από κτίσματα που ανάγονται σε διάφορες εποχές (από τον 10ο έως τον 17ο αι.).
Η πίσω όψη του ενός ευρώ, του Λουξεμβούργου.
Το κτίριο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο.
Το χωριό Ρέμερσεν, στην Γκούτλαντ, το νότιο τμήμα του εδάφους του Λουξεμβούργου, που είναι και το πιο πυκνοκατοικημένο.
Το αβαείο των Βενεδικτίνων στο Έχτερναχ, που ιδρύθηκε στα τέλη του 7ου αι.
Άποψη της πόλης του Λουξεμβούργου.
Γραφική πλατεία στην πόλη του Λουξεμβούργου.
Επίσημη ονομασία: Μέγα Δουκάτο του Λουξεμβούργου
Έκταση: 2.586 τ. χλμ.Πληθυσμός: 448.569 κάτ. (2002)Πρωτεύουσα: Λουξεμβούργο (81.800 κάτ. το 2001)II(γαλλ. Luxembourg, φλαμ. Luxemburg). Επαρχία (4.440 τ. χλμ., 250.406 κάτ. το 2002) του νοτιοανατολικού Βελγίου. Συνορεύει με το μεγάλο δουκάτο του Λουξεμβούργου –από το οποίο αποσπάστηκε το 1839– προς τα Α, με τη Γαλλία προς τα Ν και με τις βελγικές επαρχίες Λιέγης προς τα Β και Ναμίρ προς τα Δ. Ο πληθυσμός είναι ως επί το πλείστον γαλλόφωνος. Το Λ. είναι αρκετά ορεινή περιοχή· εκτείνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος επί του όγκου των Αρδενών, καλύπτεται από πυκνά δάση πλατύφυλλων δέντρων και κωνοφόρων και διαρρέεται από διάφορους δεξιούς παραπόταμους του Μόσα. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό και υγρό, με ψυχρούς χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια. Η οικονομία βασίζεται στην κτηνοτροφία, στην εκμετάλλευση του δασικού πλούτου, στη γεωργία (δημητριακά, πατάτες, ζαχαρότευτλα), στην εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος και στη βιομηχανία, κυρίως τροφίμων, χημικών προϊόντων και υφασμάτων. Κυριότερη πόλη είναι η πρωτεύουσα Αρλόν (25.300 κάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.